- ἀποσταλῶ
- ἀποσταλῶ, ἀποσταλείς s. ἀποστέλλω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀποσταλῶ — ἀ̱ποσταλῶ , ἀποσταλάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποσταλάω pres imperat mp 2nd sg ἀποσταλάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποσταλάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσταλάω pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)